ἀδέλφ'

ἀδέλφ'
ἀδελφά̱ , ἀδελφή
sister
fem nom/voc/acc dual
ἀδελφά̱ , ἀδελφή
sister
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀδελφαί , ἀδελφή
sister
fem nom/voc pl
ἀδελφέ , ἀδελφός
son of the same mother
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Théotokis — Pour les articles homonymes, voir Théotokis (homonymie). La famille Théotokis (en grec : Θεοτόκης; en italien : Teotochi ou Teotocchi), originaire de Corfou, a donné à la Grèce et aux Îles ioniennes plusieurs personnalités politiques et …   Wikipédia en Français

  • θυγατριδή — θυγατριδῆ, ἡ (Α) η κόρη τής θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδῆ < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδή)] …   Dictionary of Greek

  • θυγατριδούς — θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α) βλ. θυγατριδεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδοῦς < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδούς)] …   Dictionary of Greek

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • μανδαρινάτο — το το σύνολο τών μανδαρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδαρίνος + κατάλ. άτο (πρβλ. αδελφ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”