Théotokis — Pour les articles homonymes, voir Théotokis (homonymie). La famille Théotokis (en grec : Θεοτόκης; en italien : Teotochi ou Teotocchi), originaire de Corfou, a donné à la Grèce et aux Îles ioniennes plusieurs personnalités politiques et … Wikipédia en Français
θυγατριδή — θυγατριδῆ, ἡ (Α) η κόρη τής θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδῆ < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδή)] … Dictionary of Greek
θυγατριδούς — θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α) βλ. θυγατριδεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδοῦς < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδούς)] … Dictionary of Greek
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
μανδαρινάτο — το το σύνολο τών μανδαρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδαρίνος + κατάλ. άτο (πρβλ. αδελφ άτο)] … Dictionary of Greek
πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] … Dictionary of Greek